Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Αναγωγή: To Θείο, η Δασκάλα, ο Μαθητής

                                                                                  "Καίγεται ο λόγος καθαρός
                                                                                      η αιτία των πραγμάτων
                                                                                 κι αυτά που μένουν, λιγοστές
                                                                                      εικόνες, αποσπάσματα,
                                                                              φαντάσματα τυφλά της σύμπτωσης."
                                                             (Αριστοτέλη Νικολαΐδης, Δια λεπτών μεμβράνων.)

Θυμάμαι έντονα την Δασκάλα μου, να διδάσκει Πλωτίνο. Είναι αυτό, που λένε «γονάτισα για να καταλάβω», πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού με στο  κόσμο, με δεδομένο πως ο κόσμος κυβερνάται από την πανσοφία, την παναγαθότητα, την παντοδυναμία και τη δικαιοσύνη του Θεού.

Ο μικρός που παίζει αμέριμνα με τα αυτοκινητάκια του στο χαλί, αντιλαμβάνεται την σκέψη μου –γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα σε πείσμα των μεγάλων- και πετάγεται απότομα: «Ε! Άκουσα για Θεό! Θα μου μιλήσεις για το Χριστούλη;». Εκνευρίζομαι, γιατί διακόπτει τη σκέψη μου και αδικαιολόγητα αντιδρώ: «Όχι ρε! Δεν θα σου πω για το Χριστούλη! Για ‘μένα θα σου πω και κάνε αναγωγή σε όποιον Θεό θέλεις!» Το παιδί σαστίζει και ρωτά: «Ναι ρε μάστορα! Να κάνω! Αλλά τί είναι αναγωγή;»

Την αξιολόγηση της σχέσης, μεταξύ καλού και κακού, δικαίου και αδίκου, επιχείρησαν να την προσεγγίσουν φιλόσοφοι και φιλόσοφοι. Μάλιστα, λόγω της σχέσης που παράγεται, δεν έχασαν ευκαιρία οι θεολόγοι και έβαλαν και αυτοί ένα λιθαράκι. Επειδή όμως οι θεολόγοι δεν μπορούν να είναι φιλόσοφοι, αρνήθηκαν να πλησιάσουν το οικοδόμημα και το λιθαράκι το πέταξαν από μακριά, παράγοντας περισσότερο ζημιά, παρά συμβάλλοντας στην διερεύνηση του θέματος!

Η Δασκάλα κάθεται στο γραφείο της, και τριγύρω της «οι νεοσσοί του κόσμου». Κάθομαι και ‘γω παράμερα, κάπου στ’ αριστερά της και μόνο ακούω. Ακούω με την υστεροβουλία του μαθητή, που θα «κλέψει», όχι αυτό που ακούγεται, αλλά το άλλο, το σπουδαίο που δεν ειπώθηκε. Δε λέω, έξυπνη η Δασκάλα -γιατί η αλεπού είναι πάντα 101 και το αλεπουδάκι είναι πάντα 100- μιλάει όσο θέλει και λέει ό,τι θέλει!.... Αλλά κάνει και την «κουταμάρα» της! Δεν κλείνει τα μάτια, και από τα μάτια ο Δάσκαλος διδάσκει πολλά! Αν τα κοιτάς μαθαίνεις περισσότερα. Έτσι, προσπάθησα και ‘γω να μάθω λίγα γράμματα. Αν τα κατάφερα δεν ξέρω… ξέρω όμως «πώς» και «πως» προσπάθησα! Και σύ φίλε μου, που διαβάζεις τούτες τις μπούρδες τώρα, αν δεν ξέρεις την διαφορά του «πώς» και του «πως»… μη πας παρακάτω, μη συνεχίσεις να διαβάζεις και τρέξε στην πλατεία για το καφεδάκι σου!

Οι στωικοί φιλόσοφοι, αναζητούν την σχέση του αγαθού και του κακού ή αλλιώς του δικαίου και του αδίκου, με δεδομένο πως το Θείον εφορεύει την τάξη του Κόσμου. Ο Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, δηλ. η σύνθεση της φυσικής και της οργανωτικής δύναμης του Κόσμου. Η Ειμαρμένη αποτελεί τον Λόγο και την Νομοτέλεια του Παντός, καθώς και την δύναμη, που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας  και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.

Στο σημείο αυτό σηκώνομαι από το γραφείο, για να καταστρέψω το στομάχι μου, με ένα ακόμη παυσίπονο. Η σκέψη μου, που διαβάζει τη  σκέψη της, κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα και κοιτάζει στον κήπο. Το παυσίπονο αρνείται πεισματικά να διαλυθεί στο στομάχι μου, ο πονοκέφαλος αρνείται δυναμικά να υποχωρήσει, οι στωικοί δεν εγκαταλείπουν την Στοά με τίποτα, η Δασκάλα δεν έχει σκοπό να πάψει να διδάσκει και ‘γω βρίσκομαι στην δυσάρεστη θέση να συνθέσω τα παραπάνω. Παράξενο πλάσμα ο εαυτός μου!

Ο Πλωτίνος, επιχειρεί να λύσει το γρίφο του αγαθού και του κακού διαχωρίζοντας το Ον, σε τρείς οντολογικές βαθμίδες: Εν-Νους-Ψυχή. Το Εν, ταυτίζεται με το Αγαθό(πλατωνική θεώρηση) και αποτελεί την αιτία και το σκοπό των υπολοίπων υποστάσεων και των όντων, που μετέχουν σε αυτές. Ο Νους, (σύνθεση της αριστοτελικής θεώρησης του Θεού και του πλατωνικού κόσμου των Ιδεών), αποτελεί το στοιχείο που μεταλαμβάνει την απόλυτη πρώτη λάμψη του Ενός (Αγαθού). Το σημαντικό του Νου είναι, πως παραμένει αιώνιος, αμετάβλητος και αυτό-προσδιοριζόμενος!!! Τέλος η Ψυχή. Το αντίθετο του Νου! Διαρκώς μεταβαλλόμενη, αποτελεί τη διαμορφωτική και την ποιητική αιτία του αισθητού κόσμου, που κοσμεί το Σύμπαν, σύμφωνα με τις προσταγές του αιώνιου νοητικού προτύπου του Νου.

Προσπαθώ να αντιμετωπίσω την κατάσταση ψύχραιμα. Ο μικρός αρχίζει και χτυπιέται: «Τι είναι αναγωγή; Τι είναι αναγωγή;». Επιθυμώ να τον στείλω από ‘κει που ’ρθε, αλλά σαν καλός χριστιανός, παίρνω ύφος γαλήνιο και του απαντώ: «Κάνε υπομονή παιδί μου! Θα καταλάβεις!». Όταν βέβαια, φίλε μου, ακούς μεγάλο να δίνει τέτοιες απαντήσεις σε παιδί, ταχέως μετάφρασε: «Σκάσε βλαμμένο! Ούτε και ΄γω ξέρω τι στο διάβολο είναι τούτο το πράγμα!». Επιχειρώ να κρατήσω το επίπεδο μου και «βρίζω» την Δασκάλα μου, που έκανε τέτοια ζημιά: «Πού πας κυρία μου; Πετάς ένα τόνο φωτιά σε ξερά χόρτα και φεύγεις με χαμόγελο;».

Τα χρόνια πέρασαν μετά τον Πλωτίνο και πρόσφατα το 1646, η ζωή αποφάσισε, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, να γεννήσει ένα ζουμπουρλούδικο παιδάκι, που οι γονείς του το ονόμασαν Γκότφριντ. Καλό παιδί και προκομμένο! Έμαθε πολλά γράμματα και όταν μεγάλωσε σοβάρεψε και το όνομά του: Gottfried Wilhelm Leibnitz!

Ο Leibnitz,  θεωρείται από τους βασικούς φιλοσόφους του 17ου και 18ου αιώνα. Καθολικό πνεύμα που χαρακτηρίστηκε ως «ο πολυμαθέστερος ανήρ μετά τον Αριστοτέλην». Τούτος ο άνθρωπος, βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση. Είχε δάσκαλο το Θεολόγο Adam Scherzer και τον Φιλόσοφο Jacob Thomasius. Στο τέλος κατέληξε να λύνει προβλήματα μαθηματικών, φυσικής και αστρονομίας με δάσκαλο τον Erhard Weigel.

Τώρα θα μου πεις: «Ρε μάστορα! Τι με νοιάζει εμένα η ζωή του Leibnitz. Kαι ‘γω θα σου απαντήσω: «Σε νοιάζει και σε παρανοιάζει ρεε! Και διάβασε και το παρακάτω, μη σου τσακίσω τα παΐδια!». Δημοκρατικά πράγματα!

Ο λεβέντης ο τσολιάς, ο απίθανος ο Leibnitz, συμβίβασε φιλοσοφικά την ύπαρξη του κακού στον κόσμο με την ύπαρξη του Θεού. Έχοντας φιλοσοφική και θεολογική γνώση και σε συνδυασμό με την δυνατότητα θετικής σκέψης -μέσα από την μαθησιακή πορεία που ακολούθησε- καταφέρνει και συζητά σε φιλοσοφικό-θεολογικό επίπεδο. Μάλιστα, χρησιμοποιεί πρώτος την έννοια και τον όρο «Θεοδικία», προσδιορίζοντας, έτσι την δικαιοσύνη του Θεού.

Ο μικρός αρχίζει και καταλαβαίνει την σχετική αναγωγή! Κάθεται οκλαδόν στο χαλί, τρώει τη σοκολάτα του, πασαλείβει τα μούτρα του, και με γεμάτο το στόμα ρωτάει: «Είναι ο Θεός δίκαιος;». Από την ερώτηση του παιδιού, καταλαβαίνω πως το πράγμα αρχίζει και ζορίζει. Αναρωτιέμαι: «Πού είναι τώρα η Δασκάλα;», και αυτομάτως, για πρώτη φορά, βρίσκω την δύναμη να ερμηνεύσω την ανάγκη μέσα μου. «Η Δασκάλα φίλε μου, είναι σπιτάκι της! Ό,τι ζημιά είχε να κάνει την έκανε και αν γουστάρεις να το παίζεις μάγκας, να βγάλεις μόνος σου τα κάστανα από τη φωτιά!» Τι να κάνω δεν έχω άλλες επιλογές!!! Κάθομαι απέναντι στον μικρό, που ζει στην γλύκα της σοκολάτας του, και αρχίζω όχι να αναλύω , αλλά να αναλύομαι!

Αν κρίνει κάποιος, με τα ανθρώπινα δεδομένα, την δικαιοσύνη του Θείου, τότε σαφώς ο Θεός αποδεικνύεται άδικος. Αυτή η αντίληψη, αν και ορθή, δεν παύει να αποτελεί νομικίστικη τοποθέτηση, που ανθρωποποιεί το Θείον. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στην ανθρώπινη ύπαρξη, από το να προβάλει τα ανθρώπινα πάθη της, στην σφαίρα του Όντος. Ο Θεός –και επισημαίνω Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΟΣ- είναι η έκφραση του αγαθού. Η διεστραμμένη ερμηνεία, με το ερώτημα αν το Θείον είναι δίκαιον είναι βλακώδης. Η απάντηση είναι μία: Σαφώς και το Θείον είναι Δίκαιον! Η δικαιοσύνη του Θείου, δεν σχετίζεται με τον τρόπο, που ο Θεός διακρατεί τα σύμπαντα, αλλά με τον τρόπο, που ο άνθρωπος επιχειρεί να καρπωθεί την δικαιοσύνη, που απορρέει, από το ηθικό πρότυπο του Θείου. Το Θείον, δεν περιορίζεται, ως δίκαιο, με τα δεδομένα που καθορίζει ο άνθρωπος την δικαιοσύνη της ατελούς υπάρξεως του.

Υποχρέωση του ανθρώπου είναι η αναγωγή του στο αγαθό του Θείου Δικαίου. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αναχθεί η ύπαρξη σε Ύπαρξη και ο άνθρωπος να γίνει από «είναι»…«Είναι». Η πορεία δεν είναι ποτέ σταθερή και δυστυχώς δεν υπάρχουν νόρμες επιτυχίας. Μια καλή αρχή αναγωγής, είναι η καταλαγή. Δηλαδή, ο άνθρωπος να κατανοήσει την οντική του παρουσία και από εκεί να αρχίσει να καταλαγιάζει τον εαυτό του. Από τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης του! Είναι αυτό που λέει απλά ο σοφός λαός: «Να τα βρεις πρώτα με τον εαυτό σου!». Ως καταλαγή, δεν σημειώνεται και δεν νοείται η απραξία. Αντιθέτως, η καταλαγή ορίζεται, ως η ουσιαστική ισορροπία των ενεργειών και των πράξεων του έσω και του έξω ανθρώπου.

            Ο πονοκέφαλος δείχνει να καλμάρει. Δεν ξέρω αν έλειωσε το παυσίπονο ή ησύχασε το κεφάλι από μόνο του. Ο μικρός έχει φάει τη σοκολάτα. Έχει υποχωρήσει στο στόμα του η γλύκα και έχει αρχίσει αυτή η παράξενη δυσπεψία, από την κατανάλωση της γλυκαντικής ποσότητας: «Οφ! Έσκασα!», τον ακούω να λέει και ξαπλώνει στο χαλί, βλέποντας το ταβάνι. «Κατάλαβες τι σκέψη μου μικρέ;» ρωτάω, για να λάβω σταθερά την απάντηση:«Όχι! Είμαι μικρός ακόμα!».

  Χτυπά το κουδούνι στην πόρτα. Ανοίγω χωρίς να ρωτήσω. Βλέπω για πρώτη φορά, ένα κύριο καλοντυμένο, εγωκεντρικά επιβλητικό, ο οποίος με καλησπερίζει με περισσή ευγένεια. «Με ποιόν έχω την τιμή;» ρωτώ, για να λάβω την απάντηση: «Ο Πλωτίνος είμαι.». Τον οδηγώ σε έναν ασυνήθιστο γι’ αυτόν χώρο, που ονομάζεται σαλόνι, και επιδεικνύοντας τον τριθέσιο σκίμποδα του λέω: «Καθίστε!» . Δείχνει σα να ξέρει τον χώρο. Παραξενεύομαι! Ακούω ένα «Ευχαριστώ!», και τον βλέπω να κάθεται οκλαδόν στο χαλί, μαζί με τον πιτσιρικά. Δεν μιλάω, απλά παρατηρώ.

Ο μικρός, έχει αλλάξει έκφραση. Μιλάει με τον επισκέπτη μου, σε μια γλώσσα, που δεν μπορώ να καταλάβω και δείχνει να αισθάνεται υπέροχα. Η συζήτησή τους «ανάβει» και το ενδιαφέρον του πιτσιρικά παραμένει αμείωτο, για να μην πω σταθερά αυξημένο. Τους διακόπτω σχετικά διακριτικά: «Μα, τι λέτε εσείς εκεί;». ο Πλωτίνος κοιτάζει το παιδί και το Παιδί αρχίζει να μιλάει με όλη την σοβαρότητα και τη σοφία του:

«Θεοδικία, είναι η δικαιοσύνη του Θείου, έτσι όπως ο Θεός την καθορίζει. Δεν υπάρχει μέτρο για να καταλάβεις, γιατί στο μέτρο του Θεού,  η σχετικότητα της ανθρώπινης σκέψης, δεν τα καταφέρνει. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την ελλειμματικότητα μας, σε σχέση με την θεία δικαιοσύνη, είναι ο αυτοπροσδιορισμός της ύπαρξης μας και η κατανόηση πως το αγαθό του Νου και της Ψυχής, είναι στην σύνθεση του Προσώπου και όχι στην εσωτερική αντίθεση της ύπαρξης του. Η δικαιοσύνη δεν αποτελεί κατάσταση, αλλά διαρκή πραγματικότητα, που βιώνεται κάθε λεπτό καθημερινά.».


Ο μικρός θέλει να πει και άλλα, αλλά τον διακόπτει το γέλιο του Πλωτίνου. Ο επισκέπτης μου σηκώνεται να φύγει και εγώ μένω άναυδος, από την αντίδραση και του μικρού και του Πλωτίνου. Χαμογελώ από αδυναμία. Ο Πλωτίνος μου χτυπάει παρηγορητικά την πλάτη και μου λέει: «Έχει δίκιο το παιδί!». Φεύγει.

Μένω στο χώρο με τον πιτσιρικά, που αδιάφορα αρχίζει να παίζει. «Ε! μικρέ! Πώς είναι το στομάχι σου;» ρωτάω. «Ανάλαφρο!», μου απαντά. Το δικό μου πάλι, είναι χάλια. Αρχίζω και διαβάζω από την αρχή της πλωτινικές Εννεάδες.  Ο μικρός αφήνει το παιχνίδι, στέκεται δίπλα μου, μου χτυπά την πλάτη και μου λέει: «Ε! Θείο! Μην ακούς τι είπε ο κύριος που ήρθε… μπορεί να έχεις εσύ δίκιο!»

Λαμβάνω το μεγαλύτερο μάθημα περί σχετικότητας των εννοιών. Καταλαγιάζω μέσα μου την διάθεση για μελέτη και αφήνω το νου μου στα πρωτογενή συμπεράσματα των μαθημάτων της Δασκάλας. Τελικά, ο άνθρωπος οφείλει να είναι δίκαιος με τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας τα όρια και τις δυνατότητες που διαθέτει. Η ουσιαστική ισορροπία δεν παράγεται με την αντίληψη της δικαιοσύνης του Θείου, αλλά με την πληρότητα της γνώσης των σημείων, που η ύπαρξη  σου μένει επαρκής ή ανεπαρκής μπροστά στο καλό και αγαθό.

Η Δασκάλα έκανε μεγάλη ζημιά. Έβαλε το μυαλό να δουλέψει αντίστροφα…. Ανάλαφρα, επιδέξια και μαστορικά έκανε την δουλεία της στο εργαστήρι της γνώσης. Χαμογελώ από βεβαιότητα. Όχι πως έμαθα κάτι σπουδαίο, αλλά κατάλαβα την αξία του να ψάχνεις και να βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις. ‘Έμαθα την ανεπάρκειά μου και είμαι ευτυχής.

Από το βάθος της γειτονιάς ακούω τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα. Γυρνάω τα χρόνια πίσω, την εποχή που στο μυαλό δεν υπήρχαν στωικοί, Πλωτίνος και Leibnitz. Ακούω την γιαγιά να προσεύχεται στο Θεό, την μάνα, να δικαιώνει το ρόλο της και τον πατέρα να δείχνει τους ορίζοντες.

Γελάω…. τελικά στο σπίτι πάντα ζούσε και ο Πλωτίνος και δεν το είχα ανακαλύψει…..

Β.Α. Γκρίλλας