Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Ανατολές

Πάντα με μάγευαν οι Ανατολές,
πιότερο απ’ τη Δύση.
Και η ζωή μου κράταγε
περισσότερα  Δειλινά να ζήσω!

Σα να ΄ναι χθες που παιδί ακόμα,
σκαρφάλωνα κάθε πρωί,
στο παραθύρι του σπιτιού,
που βλέπει ίσια στην γέννηση του Ήλιου.

Με  τα πόδια απ’ έξω,
κρεμασμένα στο κενό,
να αιωρούνται ελεύθερα,
προσμένοντας τις ακτίνες,
που θα σφάξουν εκείνο,
το περίεργο γαλάζιο του Ουρανού.

Ποτέ δεν συλλογίστηκα το γέρμα του Ήλιου,
μήτε ποτέ με θάμπωσε το φωτεινό κατηφόρι του.
Πάντα καρφωμένος στην Ανατολή.
Πάντα μέσα μου να καρφώνεται μια Ανατολή.
Λογαριάζοντας το Όνειρο που είναι δεμένο,
με χρυσό σκοινί στο πίσω του Άρματος.

Kι ο Ήλιος πάντα αμίλητος,
στο αγουροξύπνημα του,
μόνο να γνέφει το κεφάλι του,
πότε στο Φώς και πότε στο Σκότος.
Πάντα με την έπαρση του Αρματοδρόμου.
Στο πέρασμα κάποια φορά,
άκουσα μόνο το Φαέθοντα να λέει πως,
όποιος λατρεύει την Ανατολή,
σέρνει βαριά την δέσμευση να ζει και όλη τη Δύση.

Κάθε που λέγεται χαμογελαστά,
ο νους του ανθρώπου δεν το λογίζει.
Έτσι με ξεγέλασε ο αρματηλάτης,
και γέλασα στον Ήλιο,
μα το χρησμό δεν άκουσα.

Και τώρα, τόσα χρόνια μετά,
το παράθυρο στέκει κλειστό,
και το παιδί έγινε άντρας,
μα τα πόδια έμειναν όπως τότε μετέωρα,
να σαλεύουν πέρα και δώθε,
μετρώντας τους τόνους
της μουσικής πανδαισίας του Φωτός,
σε κάθε ξύπνημα του Ήλιου.

Η Ζωή όπως πάντα σκορπάει παντού τις Δύσεις.
Ίσως, για να μη ξεφτίζει το όνειρο της Ανατολής.
Ίσως, για να αγγίζει η Αρχή το Τέλος.
Ίσως, γιατί τα χρώματα του Ουρανού είναι κοινά,
σαν τη μοίρα των ανθρώπων.

Ο Ήλιος μένει σταθερός στις συναντήσεις μας.
Οι  Ανατολές με μαγεύουν πάντα.
Οι  Δύσεις με τρομάζουν το ίδιο.
Το  Όνειρο παραμένει δεμένο στο άρμα.
Ο  Φαέθοντας είναι ακόμα αγέραστος.
Αλλά πλέον η κάθε Ανατολή,
είναι δεμένη με καλώδια,
και αυτό είναι πιο σφαγερό,
απ’ την ίδια τη Δύση.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Φάρου Δοκίμιον

Εκκαθαρίζοντας μια σειρά αρχείων, κάπου βρέθηκε το παρακάτω απόσπασμα. Άγνωστο κείμενο, άγνωστης προέλευσης, άγνωστου χεριού. Γράφει:

«Σαν Φάρος είσαι αυτός που έδωσε το Φως σου στο καράβι της Ύπαρξης μου και μου έδειξε πάνω στα νερά του Εγώ μου τον Όγκο μου!Μου έδειξες το δρόμο μακριά από ξέρες και από Σειρήνες και Απολαύσεις.
Όσο και μακρύς να είναι, το Φώς μου δείχνει το που να φτάσω στο λιμάνι της Ύπαρξης της Ολοκλήρωσης! Μπορεί τα κύματα να με χτυπούν μα μου δείχνεις το δρόμο στο να έρθω. Γι’ αυτό πάντα θα σε νοιώθω Δάσκαλο, Οδηγό και Φίλο και θα σε αγαπώ! Όχι με λόγια, αλλά με καρδιά και πνεύμα.»

Σημαντικά λόγια αποτυπωμένα στην γραφή. Διαβάζοντας και αναλύοντας τόσο το περιεχόμενο, όσο και τις διαστάσεις των εννοιών, που κρύβονται πίσω από τις λέξεις είδα πως παρέχεται σημαντική δυνατότητα για γόνιμες σκέψεις. Το απόσπασμα παράγει την αναγνώριση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο πρώτος –που γράφει- αποδέκτης του Φωτός. Ο δεύτερος –στον οποίο μάλλον απευθύνεται το απόσπασμα- δότης του φωτός του.

Προσπάθησα να μελετήσω τον αποδέκτη του φωτός:

Ισχυρή προσωπικότητα, εφόσον βρίσκει το θάρρος να δηλώσει την πορεία της αυτοαναγνώρισης του. Ωστόσο δεν κρύβονται επαρκώς δύο ουσιαστικά σταθερά αρνητικά στοιχεία, που καταδεικνύουν μέσα από την ομορφιά του λόγου την ανθρώπινη ανασφάλεια. Η σύνθεση του «Εγώ» και του «όγκου», υποδηλώνει εγωιστικά κέντρα υπέρμετρης αντίληψης ατομικού εκτοπίσματος. Το παράδοξο είναι πως παρόλα αυτά, ο αποδέκτης -καθ’ ομολογίαν του- καταφέρνει να επιπλεύσει στα νερά της ζωής του. Το ζητούμενο είναι: Τι είδους  νερά μπορεί να είναι;

Σταθερός ο δρόμος, σταθερή η πορεία, σταθερή η ρότα. Δεξιά και αριστερά ξέρες, Σειρήνες και απολαύσεις. Η εικόνα πολύ γνώριμη και ο λόγος πολύ όμορφος για την προκύπτουσα σχετική αναγωγή: Tο ταξίδι του Οδυσσέα προς την Ιθάκη!
Ο Οδυσσέας -εκείνος ο αρχαίος, ο παλιός, που μένει αξεπέραστος- για να μη ρίξει σε ξέρα το καράβι, αλλά και για να απολαύσει τις Σειρήνες έκαμε δύο πράγματα: Το πρώτο έβαλε κερί στα αυτιά των συντρόφων, για να μην ακούν τα παραπλανητικά τραγούδια των Σειρήνων. Το δεύτερο, έβαλε να τον δέσουν στο κατάρτι, για να μη βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να ξεπεράσει τον εαυτό του ενδίδοντας στα μαγικά άσματα. Δηλαδή, δέσμευσε την ελευθερία του για να παραμείνει Ελεύθερος! Υπέροχο πράγμα!
Το ζητούμενο που προκύπτει από το λόγο του αποσπάσματος είναι: Έθεσε ο αποδέκτης του φωτός τον εαυτό του ελεύθερα στα δεσμά του καταρτιού ή στάθηκε μετέωρος απάνω στο καράβι;

Μακρής ο δρόμος, αλλά φωτεινός και στο βάθος το λιμάνι. Και στο λιμάνι η Υπαρξιακή Ολοκλήρωση. Ωραίος ο δρόμος, ωραίο και το φώς, μα το λιμάνι θάνατος. Ό,τι παύει να κινείται δένεται και πεθαίνει. Δεν είναι όμως τραγικό το πράγμα. Σαν στέκεται σιμά στο θάνατο η Ολοκλήρωση, ο θάνατος δεν είναι υπολογίσιμος.  Σωστά λοιπόν σκέφτεται ο λόγος του αποδέκτη του φωτός. Το ζητούμενο που παραμένει αδιασαφήνιστο είναι το αν έφτασε στο λιμάνι. Και αν έφτασε σε ποια διαφορετικότητα εξελίχθητε, για να πάει χαλάλι το ταξίδι;

Γενναίο πράγμα να δηλώνεις πως κάποιος σου δείχνει το δρόμο. Ακόμα πιο γενναίο να το ομολογεί κάποιος, όντας βρεγμένος και χτυπημένος από τα κύματα. Η ουσία όμως βρίσκεται στην ψυχολογία του «να έρθω». Το ζητούμενο είναι ότι, για να φτάσεις στο «έρθω», δε σε βολεύει το «εκεί» που βρίσκεσαι. Στην σκέψη ο αποδέκτης του φωτός το κατάλαβε. Κατάφερε όμως «να έρθει» ή παρέμεινε για πάντα στην απόφαση χάνοντας την μαγεία της επιτυχίας από την Ολοκλήρωση;

Οι τελευταίες δύο γραμμές του αποσπάσματος είναι λεπίδες, γιατί ξεκινούν με λέξεις βαριές: «πάντα θα σε νοιώθω». Δεν ξέρω τι να πω. Είναι και εκείνη η πλάγια σκέψη που φωλιάζει στο κεφάλι και φτιάχνει την αντίθεση. Αυτή καταθέτω: Σαν ακούς «πάντα θα σε νοιώθω», να μεταφράζεις: «Ποτέ δεν σε κατάλαβα!».

Τώρα για τα υπόλοιπα του αποσπάσματος : «Δάσκαλος», «Οδηγός», «Αγαπώ», «Λόγια», «Καρδιά», «Πνεύμα», δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω. Και επειδή το ανθρώπινο μυαλό πάντα ψάχνει το «γιατί», πρέπει να βρω και την δικαιολογία για να τεκμηριώσω το λόγο μου στο να μη μιλήσω. Βρίσκω λοιπόν πρόχειρα, την απάντηση που θα έδινε μια αυθόρμητη παιδική λαλιά: «Είμαι μικρός πολύ και δε με αφήνει η μαμά μου!». Έχω την αίσθηση πως πιο δυνατή δικαιολογία δεν υπάρχει.

Ξέρω όμως να μιλήσω για τον «φίλο». Λοιπόν φίλος είναι αυτός που ασχολείται μαζί σου ακόμα και όταν έχεις φύγει, με την σταθερή πεποίθηση ότι, είναι ελεύθερος για να το πράξει. Δηλαδή, φίλος είναι αυτός που σε αναλύει, όχι όταν είσαι δίπλα του μόνο, αλλά και όταν αρμενίζεις στο πέλαγος των επιλογών σου.

Προσπάθησα να μελετήσω και το Δότη του Φωτός.

Όσο και να παλέψεις το απόσπασμα δεν βρίσκεις πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Μόνο χαρακτηρισμούς όπως:

«Φάρος». Όμορφο πράγμα ο φάρος. Σώζει ζωές καραβιών και ανθρώπων, μα έχει το ελάττωμα του, να ανάβει και να σβήνει. Οπότε, η αξία του εντοπίζεται στην χρονική στιγμή που θα πέσει το βλέμμα πάνω του. Αν έχει φώς όλα καλά. Αν έχει σκοτάδι, μαύρα τα πράγματα. Ευτυχώς όμως που υπάρχει αυτό το ζεύγος της αντίθεσης, διαφορετικά θα ήταν σα να ζητούσες από τα μάτια να απαγορεύσουν στα βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν. Ευτυχώς που υπάρχουν σκοτάδια, για να είναι υπολογίσιμη   ακόμα και η ακτίνα. Ευτυχώς που οι φάροι στέκονται πάνω σε βράχους. Και στέκονται σταθερά και στο σκοτάδι και στο φώς.

«Φώς». Ναι, αλλά τί φώς; Αυτόφωτο ή ετερόφωτο; Αδιευκρίνιστο! Μάλλον, ο αποδέκτης του φωτός ποτέ δεν θέλησε να μάθει και μας έμεινε στο λόγο του λειψή, η εικόνα του φωτός.

«Οδοδείκτης». Σπουδαίο πράγμα ο οδοδείκτης. Δείχνει πάντα το δρόμο, την πορεία, το ταξίδι. Μα δείχνει και το όριο, δείχνει και το τέλος. Συνήθως τα πρώτα ενθουσιάζουν, μα σαν φανεί το όριο του δρόμου δεν είναι εύκολα ευχάριστος ο όποιος οδοδείκτης, γιατί έχουμε την λανθασμένη αίσθηση πως τάχα μας περιορίζει την ελευθερία.

Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει στο σπίτι μια μυρωδιά από νερό, γη και γιασεμί. Μπαίνω και ΄γω στον πειρασμό να βγω να δω το δείλι. Σκέπτομαι ποιός τελικά έγραψε το απόσπασμα και ποιός ήταν ο παραλήπτης. Από το πουθενά ακούω μια μουσική να λέει «είδα πως γίνεται απ΄ τα σκοτάδια φως». Γυρίζω χαμογελώντας στην ειρωνεία της στιγμής. Κάθομαι αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου μου και λογαριάζω τούτες τις σκέψεις μου. Και νοιώθω.. να δεις πως νοιώθω!

Νοιώθω σαν επίτιμος καλεσμένος σε γιορτή καθέλκυσης πλοίου!!! Τι κάνει αυτός ο καλεσμένος; Σπάει δυνατά στα πλευρά του καραβιού ένα μπουκάλι με ακριβό κρασί. Ο ίδιος λερώνεται από τα υπολείμματα των αφρών. Ο κόσμος χαίρεται και χειροκροτεί για τους αφρούς που βλέπει. Και το καράβι ανοίγεται στη θάλασσα με πολλές ευχές για καλά ταξίδια.

Είθε ποτέ να μη σβήσουν οι Φάροι!    


Το «Για πάντα»

Από την στιγμή που συνέλαβα τον εαυτό μου να αξιολογεί τις έννοιες που τον περιτριγυρίζουν, μου καρφώθηκε σθεναρά η ιδέα στο κεφάλι, πως υπάρχουν δύο μικρές λεξούλες που έχουν το «διάολο» μέσα τους. Είναι τούτο που έχουμε ακούσει όλοι και το ξέρουμε, χωρίς να το ξέρουμε: «για πάντα».

Το έχουμε ακούσει με χίλιους τρόπους, σε μύριες, κατ’ ελάχιστον φορές. Αν δε, αναλογιστούμε το πώς το έχουμε δει γραμμένο, τότε χάνεται κάθε έλεγχος ποσότητας:
 Με τελεία, σε στιβαρό και κατηγορηματικό λόγο, που αποδίδει αδιαπραγμάτευτα την σοβαρότητα του πράγματος.
Με θαυμαστικό, όπου προσδίδεται μια συναισθηματική νότα, από αυτόν που το ξεστομίζει, στα δύσμοιρα αυτιά που το ακούν. Θαυμασμός της στιγμής για την έκφραση του όλου, της διάρκειας και του χρόνου.
Με ερωτηματικό. Εδώ πρόκειται για την έκφραση της απόλυτης ανασφάλειας του ερωτώντος. Είναι ότι πιο σφαγερό μπορεί να φτιάξει το κεφάλι του ανθρώπου για να κόψει σε κομμάτια το πλήρες.
Με κόμμα. Πρόκειται για την περίπτωση που το «για πάντα» γίνεται μικρά κομματάκια, χωρίς να ενοχλεί αυτόν που το ζει με την ψευδαίσθηση πως είναι ακέραιο.

Μα θα μου πει κάποιος: «Ρε μάστορα, τι έχεις και τρώγεσαι με τις λέξεις;»
Δίκαιο θα έχει ο άνθρωπος και να με ρωτήσει , και να με βρίσει που του χαλάω την σταθερότητα της ασφάλειας. Αλλά τι φταίω εγώ που ο διάολος που κρύβεται στις δύο αυτές λεξούλες, ξεχνιέται πότε πότε,  και βγαίνει έξω για να κάνει την βόλτα του, στους δρόμους του μυαλού. Απαντώ λοιπόν στον εν δυνάμει ερωτήσαντα:
«Αν έχεις κότσια μάγκα να τα βάλεις με το «διάολο» και άσε με ΄μενα ήσυχο! Εγώ την τρέλα μου την έχω και θα πάρει και πιστοποίηση, όποτε το αποφασίσω. Αν δεν γουστάρεις κάν’ την…».

Το «για πάντα», αποτελεί την βαθιά διάθεση του ανθρώπου να παραμείνει σε κάτι όσο το δυνατόν περισσότερο. Με δεδομένο πως ο άνθρωπος θέλει πάντα το καλό και αγαθό, η παραμονή στο «για πάντα», λαμβάνει το νόημα μιας ευχάριστης κατάστασης που φέρνει ηδονή στην ύπαρξη. Το ερώτημα που αναφύεται , είναι πόσο ηδονή μπορεί να αποτελεί μια στατικότατα, σε μια ευχαρίστηση που αντικατοπτρίζεται στο παρόν, με την προοπτική της αιωνιότητας.

Η ηδονή διαφέρει από την Ηδονή. Η πρώτη αφορά τον άνθρωπο στο τώρα. Η δεύτερη αφορά τον άνθρωπο στην ολοκλήρωση του. Η πρώτη δεν θέλει προσπάθεια, δεν θέλει σχεδιασμό, δεν θέλει κόπο, δεν θέλει προοπτική. Η δεύτερη για να υπάρξει θέλει μόχθο. Συχνά στο ανθρώπινο μυαλό αυτή η διάκριση δεν υπάρχει. Αντίθετα, πολλές φορές δεν είναι διακριτή, ούτε καν η κατάσταση που αντιπροσωπεύει το περιεχόμενο της κάθε έννοιας. Το αποτέλεσμα είναι η ανθρώπινη ύπαρξη, να αντιμετωπίζει την παροντική ηδονή ως το εξασφαλισμένο αγαθό, που θα συνοδεύει τις επιλογές της στο διαρκές. Επειδή όμως έρχεται το πλήρωμα του χρόνου η ηδονή ολοκληρώνεται και αρχίζει και φθίνει, με μια σταδιακή απογύμνωση, που φτάνει στα όρια της κατάρρευσης με παταγώδη ήχο. Προς αυτή την κατάσταση η ανθρώπινη διάθεση, αντιστέκεται  σθεναρά μέχρι να βρει το επόμενο «για πάντα» ώστε να ξεγελαστεί και να βιώσει το όλον του αγαθού, παροντικά και εξ’ αρχής.

Ο άνθρωπος, στο «για πάντα», κρύβεται. Δεν είναι κακώς αυτός ο τρόπος. Κακό είναι να μην ξέρει το λόγο που κρύβεται. Μπορεί να δικαιολογηθεί η αδυναμία και η ανάγκη για ασφάλεια. Δεν μπορεί όμως να δικαιολογηθεί μια κοντόφθαλμη λογική, που δεν προκαλεί την υπέρβαση μέσα από αυτή καθ’ αυτήν την ανάγκη για ασφάλεια. Ο άνθρωπος πάσχει και πασχίζει. Πάσχει γιατί δεν έχει την ευτυχία του και πασχίζει γιατί δεν ξέρει πώς να την βρει.

Η ευτυχία δεν κρύβεται στην παροντικότητα του «τώρα» και δεν συνοδεύει κανέναν με ασφάλεια στο «για πάντα». Η ευτυχία ανακαλύπτεται και παράλληλα δημιουργείται μέσα μας, όταν αποφασίσουμε να δούμε πως, οι συνθήκες δεν καθορίζουν τις επιλογές μας, αλλά αντίθετα οι επιλογές μας δημιουργούν τις συνθήκες. Ο καθένας βρίσκει ότι ψάχνει. Στην ύπαρξη του ανθρώπου αυτό το ψάξιμο είναι διαρκές, δεν είναι για πάντα. Το διαρκές μεταβάλλεται και εξελίσσεται παραγωγικά. Το «για πάντα» έχει διάρκεια, αλλά δεν έχει μεταβολή, δεν έχει εξέλιξη μέσα του. Το «για πάντα», είναι η σύνοψη της σκέψης «θέλω να ζω μόνο αυτό που ζω τώρα, χωρίς μεταβολή, γιατί νοιώθω ευχάριστα και μου αρκεί η στιγμή του «τώρα» χωρίς τροποποιήσεις». Αυτό το δεδομένο στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι αδύνατο. Παντελώς αδύνατο. Δεν μπορεί η ανθρώπινη ύπαρξη να μεταβάλλεται και να αναζητά από τις συνθήκες να παραμένουν αδιατάρακτες. Είναι παράλογο.

Βλέπω τον πιτσιρικά και φωνάζει δυνατά: «Ρεεε φίλε! Κόψε τα ληγμένα σε χαλάνε!». Γελάω! Τι να πω; Στην πραγματικότητα έχει δίκιο το παιδί! Όχι γιατί τα ληγμένα μου έληξαν, αλλά γιατί αποφάσισα να μη τα παίρνω ......«για πάντα»

Εγω-κατανόηση


Αναπόλησε τα χρόνια της νιότης
και καρφώθηκε με πείσμα στην εφηβεία,
που χάθηκε στον θόρυβο των άλλων.
Κοίταξε τον καθρέπτη και μουρμούρισε
κάτι που ακούστηκε σαν βλαστήμια.
Ποτέ κανείς δεν κατάλαβε τι.
Ο ίδιος γνώριζε, μα δεν ήθελε να γνωρίζει.
Χάθηκε χτυπώντας με ορμή
την πόρτα της ζωής πίσω του.


Στο δρόμο το βήμα έγινε βαρύ.
Το μυαλό άρχισε να παγώνει.
Τα μάτια αν και περπατούσε μπρός,
έμεναν σταθερά να βλέπουν,
μόνο το πίσω.
Παράξενη λογική σε κατασταλαγμένο χάλι.
Απογύμνωση και ακεραιότητα
στο ίδιο κρεβάτι να ερωτοτροπούν
με όλη την προστυχιά τους .
Και οι αυλές των σπιτιών
με τους ανθισμένους μπαξέδες,
γλυκές Σειρήνες έτοιμες,
για να σου πιούν το αίμα.


Για να τακτοποιήσει το μέσα του, άρχισε
εκείνα τα παράξενα μαθηματικά που,
ξεκινούν από το δεκάξι και
σταματούν στο δεκαπέντε.
Λογάριασε, μέτρησε, ξαναμέτρησε.
Πρόσθεσε, αφαίρεσε, διαίρεσε.
Μα τίποτα!
Άρχισε να πολλαπλασιάζει,
μα και πάλι Τίποτα!
Το δάκρυ, που δεν φαινόταν,
αρνιόταν πεισματικά να στεγνώσει.
Και ο κόμπος στο λαιμό
απλώθηκε και έγινε θηλιά.


Σταμάτησε να περπατά και στάθηκε
παράμερα στον δρόμο να βλέπει,
διαβάτες να περπατούν
και περαστικούς να τρέχουν.
Είδε τον παλιατζή να μαζεύει απομεινάρια.
Είδε το σκύλο να τρώει αποφάγια.
Είδε πως, τον είδαν να βλέπει!
Γέλασε και έβγαλε το σακάκι.
Το ξάπλωσε στον αριστερό ώμο
και άρχισε να τρέχει από ευτυχία.
Κατάλαβε πως η ζωή είναι δική του,
και πήρε την ανηφόρα για το σπίτι.

7+1( ΟΧΙ) Χ 3(ΝΑΙ) = ΟΧΙν

-Ήταν φωνές ή μου φάνηκε;
-Όχι ήταν!
-Ήταν κλάμα ή το νόμισα;
-Όχι ήταν!
-Ήταν  βήματα ή παράκουσα;
- Όχι ήταν!
-Ήταν πόρτες που χτυπούσαν ή ψευδαίσθηση;
- Όχι ήταν!
-Εγώ ζούσα ή πέθαινα;
-Όχι ζούσα!
-Εγώ μίλησα ή σιώπησα;
-Όχι μίλησα!
-Εγώ έκλαψα ή γέλασα;
-Όχι έκλαψα!
-Εγώ στάθηκα ή έτρεξα;
-Όχι στάθηκα!
-Υπήρξε πόνος;
-Ναι!
-Υπήρξε λύπη;
-Ναι!
-Υπήρξε αποτέλεσμα;
-Όχι!
Μετά έμαθα να ερμηνεύω το θαυμαστικό μέσα μου!