Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Το ταξίδεμα της Αναμονής.

                                                                 
                                                            Dat - Donat - Dedicat
                                                               Στη Δασκάλα μου.
Απόμεινε η Πηνελόπη στον αργαλειό,
να υφαίνει και να ξεϋφαίνει το υφάδι,
πλέκοντας και ξεπλέκοντας το νήμα τις Ζωής.
Πάλευε και ο Οδυσσέας στο πόλεμο με τ’ άρματα,  
και άλλοτε στη θάλασσα με τα ανήμερα θεριά,
μετρώντας και ξεμετρώντας,
την κάθε μέρα χρόνους είκοσι και βάλε.

Σάστιζαν οι μνηστήρες στο αίθριο του παλατιού,
ακούγοντας το χτύπο του αργαλειού να πέφτει
και την βουή των κυμάτων να υψώνεται.
Θαύμαζαν οι σύντροφοι το πείσμα του βασιλιά τους,
και στέκονταν γονατιστοί,
στο άκουσμα της κυράς που περίμενε.
Φάνταζε η Ιθάκη απόμακρη στο χαρτί,
και το ταξίδι στο γυρισμό έδειχνε δύσκολο.
Έγιναν  οι παιάνες,  καντάδες για Σειρήνες,
και λίγοι αλλά υπαρκτοί έγιναν χοίροι για σφαγή.
Έψαχνε ο Τηλέμαχος την αλήθεια,
γυρίζοντας τ’ αυλάκια του μυαλού ανάποδα,
για να ερμηνεύσει το χρησμό,
που άχρηστος δεν βγήκε.

Ο Πολύφημος έκλεισε τα μάτια.
Ο Αίολος άνοιξε τους ασκούς.
Η Κίρκη απόμεινε με το ραβδί.
Ο Τειρεσίας και από τον Άδη,
λέει αλήθειες ζωντανές
και ζωντανός πορεύεται
στην Ολοκλήρωσή του.
Η Καλυψώ κάλυψε το Τίποτα.
Ο Ποσειδώνας βράχηκε στη θάλασσα.
Και η Αθηνά ομόρφυνε από τη Σοφία,
που έγινε ένα με το κεφάλι της.

Χρόνια μετά το ταξίδι έκλεισε,
μα μήτε ο Οδυσσέας γύρισε ποτέ,
μήτε η Πηνελόπη έπαψε να υφαίνει.
Απόμειναν στον Αιώνα όλα ακίνητα,
γιατί του Έρωτα το καρφί,
στερέωσε το Όνειρο με πείσμα.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Η Σιωπή της Φυγής

                                                 
Άπλωσα το χέρι το δεξί στο Βορά,
και τα δάχτυλα έδειξαν την παγωνιά του κόσμου.
Τέντωσα σταθερά και το αριστερό στο Νότο,
δείχνοντας τις μουχλιασμένες προοπτικές των ψυχών.
Ένωσα τα πόδια μου σφιχτά πατώντας τη γη,
στέλνοντας μήνυμα στους νεκρούς να μην περιμένουν.
 Ύψωσα το κεφάλι στον ουρανό,
αδειάζοντας την σκέψη απ’ το σωστό και το λάθος.
Γύρισα την πλάτη μου στην Δύση,
αδιαφορώντας παντοτινά στα σκοτάδια της νύχτας.
Κάρφωσα τα μάτια στην Ανατολή,
χαράζοντας με σπουδή την διαδρομή στον Αιώνα.
Άνοιξα τα μάτια τα δύο διάπλατα,
και χάιδεψα τις ομορφιές του κόσμου.
Είδα ζωές, είδα ψυχές, είδα καρδιές.
Είδα θάλασσα, είδα κύμα, είδα γιαλούς.
Είδα και καράβια τρικάταρτα να ξεμακραίνουν.
Έκλεισα τα αυτιά μου στο θόρυβο
και δεν άκουγα, μήτε γέλιο μήτε κλάμα.
Άκουγα μόνο καθαρά το χτύπο της καρδιάς στα στήθια.
Και ήμουν μόνος εγώ με εμένα,
αποφασισμένος να γίνουμε ένα,
χωρίς να υπάρχουν εκπτώσεις.
Έσκισα στα δύο το πρόσωπο μου,
με το πιο μεγάλο χαμόγελο της ζήσης
και το στερέωμα έλαμπε στην επερχόμενη γιορτή.
Θέλησα να μη θέλω τίποτα,
και το κύτταρο γέμισε ελευθερία Ελευθερίας.
Ανάσανα μιαν ανάσα βαθιά και καθάρια,
ξεπλένοντας από την ύπαρξη την φθορά,
την αλλοτρίωση, το μηδενισμό και το θάνατο,
και έμεινα ασάλευτος για λίγο αποχαιρετώντας,
το γήινο, το φθαρτό και το πρόσκαιρο.
Κράτησα μια συμβατική σιγή ενός λεπτού,
στη μνήμη της Μνήμης και της Ανάμνησης.
Ύψωσα το κεφάλι πιο πολύ στον ουρανό,
αργά αργά όσο ποτέ, απολαμβάνοντας την επιλογή,
της αποκλειστικής Αποκλειστικότητας του Μεταιχμίου.
Πάτησα στις μύτες των ποδιών,
υψώνοντας το σώμα στο ύψος της περίστασης.
Σφράγισα το στόμα στην Απόλυτη Σιωπή
και πέταξα στο ένα και μοναδικό «για πάντα της» της ζωής,
ζώντας την Αλήθεια της Υπέρβασης των Υπερβάσεων μου.

Μπροστά μου πετούσε ένα περιστέρι
και γύρω μου πουλάκια μπλε αμέτρητα…