Κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, είναι άκαρπη, αν και εφόσον δεν κινείται στην πορεία της καταλαγής με την ύπαρξή του. Η αποτυχημένη προσπάθεια, έχει ως κέντρο, την μη αναγνώριση της εσωτερικής ειρήνης του προσώπου με το ίδιο του το είναι. Ακούγεται ενδεχομένως ποιητικό και σίγουρα υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, για να τοποθετηθούν σε τούτη την θέση. Η πρώτη, έχει την δυνατότητα να αιτιολογήσει το ουτοπικό περιεχόμενο της καταλαγής, προσδίδοντας χαρακτηριστικά στοιχεία ενός άκρατου ρομαντισμού στους υποστηρικτές της. Η δεύτερη κατηγορία, υπό την λογική, πως τέτοιες απόψεις απέχουν από το ρεαλισμό της σύγχρονης πραγματικότητας, έχει την δυνατότητα να υποστηρίξει, πως η καταλαγή εδράζεται σε υπερρεαλιστικά στοιχεία, μιάς ανέφικτης βάσης. Σε κάθε μια από τις παραπάνω θέσεις, παράγεται έντονο ενδιαφέρον στοχασμού, υπό την σκέψη, πως είναι κίνητρα για την πορεία του ανθρώπου στην οντολογική του καταξίωση.
Ο άνθρωπος, βρίσκεται συχνά στην θέση, να αισθάνεται άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό. Ως όν, στην καθ’ ημέραν πρακτική του, δεν χάνει την ευκαιρία, να δυσανασχετεί για τις ίδιες του τις επιλογές, πολλές από τις οποίες υλοποιεί, κατόπιν υποτιθέμενα ώριμης σκέψης και μέσα από λογικές διαδικασίες. Έτσι συχνά παρατηρούμε στον άνθρωπο ασυμφωνία μεταξύ λογικής και πρακτικής. Πρακτικότερα, αντιμετωπίζουμε έναν άνθρωπο, ο οποίος μετανιώνει τόσο γι’ αυτά που πράττει, όσο και γι’ αυτά τα οποία αποφάσισε να μην πράξει. Μια ενδελεχής μελέτη στα φαινόμενα αυτά, παρουσιάζεται αποκαρδιωτική, καθόσον μας παραδίδει την εικόνα ενός σφραγισμένου ανθρωπίνου φαινομένου, που πηγάζει από την διαρκή σύγκρουση της εσωτερικότητας και της εσωτερικότητας των ενεργειών της αυτής ύπαρξης. Στην ουσία του πράγματος αντικρίζουμε έναν άνθρωπο που πάσχει, ευρισκόμενος σε εμπόλεμη κατάσταση με την ίδια την ύπαρξη του.
Παρατηρώντας και μελετώντας την σύνθεση της ανθρώπινης ζωής, βρισκόμαστε πολλές φορές, στην δυσάρεστη θέση να αντικρίσουμε έναν άνθρωπο, που με σταθερά βήματα απομακρύνεται από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν «βολεύεται», όχι από την διάθεση της φιλοσοφικής ή της όποιας άλλης αναζήτησης, αλλά από την ελλειμματικότητα πλήρωσης και προσδιορισμού της ύπαρξης του. Η ουσία του όλου προβλήματος, που γεννά και το πλήθος των μεγάλων και τρανών ερωτημάτων, είναι πώς ο άνθρωπος δεν απομακρύνεται μόνο από τον εαυτό του, αλλά αποστασιοποιείται –πολύ χειρότερο- από αυτήν καθ΄ αυτήν την ύπαρξη του. Βλέπουμε έναν άνθρωπο, που βρίσκεται, υπό το ζυγό της άγνοιας και συμβιβάζεται συνθηκολογώντας με το πάθος να παραμένει απροσδιόριστος μέσα του σε διάσταση και διάρκεια παρελθοντική, παροντική και μελλοντική. Ο άνθρωπος έτσι, γεννά έχθρα προς τον εαυτό του, ταυτίζοντας λανθασμένα την ολοκλήρωση του με το «εγώ», μέσα από την ηθελημένη λησμονιά, πως το «εγώ» απροσδιόριστο αποτελεί την χαριστική βολή στο θάνατο της Ύπαρξης και του Προσώπου του ίδιου του Είναι.
Η καταλαγή, επιχειρεί να φέρει στον άνθρωπο την ισορροπία, που θα τον οδηγήσει να οσφρανθεί την ανάγκη να ειρηνεύσει μέσα του και να αυτοπροσδιορίσει όλα εκείνα τα στοιχεία, που θα καταλήξουν στον προσδιορισμό της Ύπαρξής του. Σαφώς και η διαδικασία αυτή, δεν μπορεί να επιφέρει απάντηση στο εσωτερικό, βαθύ και κάποτε ανερμήνευτο πρόβλημα του υπαρξιακού ερωτήματος. Ωστόσο, παρέχει την δυνατότητα στον ειρηνευμένο και γαληνεμένο εαυτό της κάθε ανθρώπινης οντότητας, να θέσει το θεμέλιο, για την διερεύνηση του υπαρξιακού ζητήματος. Ουσιαστικά η καταλαγή, παρέχει την δυνατότητα της ακαταίσχυντης ελπίδας, είτε να δώσει απαντήσεις στην ύπαρξη, είτε να παράσχει την απορία της γνώσης και της μη γνώσης της ύπαρξης. Ο άνθρωπος και στις δύο περιπτώσεις βρίσκεται στην θέση κατάφασης, είτε να προσδιορίσει το είναι του, είτε να αποδεχθεί την αδυναμία προσδιορισμού του. Το όφελος, που προκύπτει, είναι πολλαπλό και σχετίζεται με την απόκτηση της γνώσης, που φέρνει τον κάθε εαυτό, της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, στην κατάσταση της αναγνώρισης του Είναι. Δηλαδή, της οντολογικής πραγματικότητας που βιώνει το Εγώ.
Το να αγαπά ο άνθρωπος τον ίδιο του τον εαυτό, απαλλαγμένος από την ενστικτώδη διάθεση και από την μικροοπτική της υπαρκτικής του παρουσίας είναι κατάκτηση. Η πράξη αυτή αποτελεί την ουσιωδέστερη παροχή ελπίδας για την πνευματική προκοπή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για μια έξαρση εγωιστικής υπερβολής, αλλά για την κατασταλαγμένη εικόνα, που σχηματίζει και αποδέχεται ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του. Πρόκειται για την διόρθωση της προαίρεσης του ανθρώπινου «θέλω», που οδηγεί στην πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης. Στην διαδικασία αυτής της διόρθωσης, ο άνθρωπος αποκτά την δύναμη, να αποβάλλει όλα τα περι-ουσιαστικά στοιχεία, ανιχνεύοντας αυτήν καθ΄αυτήν την Ουσία της οντολογικής του παρουσίας. Ο προσδιορισμός της οντολογικής παρουσίας του ανθρώπου, αποτελεί το ύψιστο δεδομένο πνευματικής ανύψωσης, που ζητά την ταύτιση του λόγου και της πράξης, την εναρμόνιση του έσω και του έξω της παρουσίας του, την συμφιλίωση με την θνητότητα, αλλά και με την αιωνιότητά του.
Μεγάλη πράγματι δωρεά η διαγραφή κάθε υπαρξιακής αδημονίας και η παροχή αγαλλίασης του ανθρώπου με τον εαυτό του. Το βασικό όπλο σε αυτόν τον προσδιορισμό, είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να είναι πρόσωπο. Η άγνοια και η αγνωσία, αποτελούν τον αισχρότερο τοίχο, που μπορεί να ορθώσει ο άνθρωπος και να χωρίσει στα δύο τον εαυτό του. Η ένωση του ανθρώπου μέσα του, επιτυγχάνει την γνώση όχι μόνο της οντολογικής διάστασης του, αλλά και της οντικής και πυρηνικής αποδοχής του Εγώ του. Όταν ο άνθρωπος φθάσει σε αυτό το πραγματικό κατόρθωμα, αυτή η συμφιλίωση καταλήγει στην καταλαγή με τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Με λανθασμένες ερμηνείες, αλλά αναγνωρισμένα με πλούσιες επιχειρηματολογίες, πολλές θεωρίες ζητούν την αναγνώριση του Εγώ μέσα από το Εμείς. Δεν είναι κακή μια τέτοια θεώρηση του πράγματος. Το κακό που παράγεται – το οποίο δεν είναι εμφανές με μια πρώτη ματιά- είναι ότι μια τέτοια θεώρηση, οδηγεί στην εξάρτηση του Εγώ από την περιρρέουσα ανθρώπινη υπαρξιακή παρουσία. Αύθις στιγμής παράγεται εξάρτηση, αυτόματα καταλύεται κάθε έννοια καταλαγής.
Η εσωτερική γαλήνη των λογισμών και των συλλογισμών του ανθρώπου, δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξαρτήσεις. Το έδαφος πρέπει να παραμένει σταθερά ελεύθερο, διότι ανθρώπινη παρουσία που δεν εδρεύει την όποια αναζήτησή της, σε ελεύθερο έδαφος, δεν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα της οντικής και οντολογικής κατανόησης αυτής καθ΄αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι φύσει ελεύθερος. Ακόμα και στην λειτουργία των πλέων ενστικτωδών ενεργειών και πράξεων, παραμένει ελεύθερος. Δεν αποτελεί υπερβολή η σκέψη, πως η δέσμευση του Εγώ στο έξω του Εγώ περιβάλλον, επιφέρει ρωγμές στην ακεραιότητα του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργεί σωστά, ανάμεσα σε πόλους μαγνητικών πεδίων. Αν ενστερνιστεί κάποιος, μια τέτοια τοποθέτηση, πρέπει αναγκαστικά να αποδεχθεί το Εμείς, ως δεύτερο πόλο. Ωσαύτως, οφείλει να αποδεχθεί την ύπαρξη αντίθεσης. Το αν, η αντίθεση χαρακτηρίζεται θετική ή αρνητική, δεν έχει ουδόλως σημασία. Το ουσιώδες κρύβεται στο ό,τι, με δεδομένη την αντίθεση, ο άνθρωπος επιχειρεί την σύνθεσή του. Αυτό είναι σχιζοφρενικό και παράλογο.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δεχθεί άκριτα αυτή την τοποθέτηση. Παρόλα αυτά, εκατοντάδες χρόνια επιχειρείται, ο προσδιορισμός του ανθρώπου με τέτοια σχήματα. Άλλοτε φιλοσοφικά, άλλοτε θρησκευτικά, και κάποιες φορές πολιτικά, δόθηκαν τρανές ερμηνείες που προσδιορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη στο ζεύγος της αντίθεσης του Εγώ και του ουκ-Εγώ, του Εγώ και του Εμείς. Στην προσπάθεια μελέτης αυτών των θεωριών οι επιλογές είναι δύο. Στην πρώτη παράγεται αποδοχή και δίνεται η δυνατότητα να ειπωθεί το μεγάλο «ναι» στην αντίθεση, με την ψευδαίσθηση του προσδιορισμού του Είναι της ανθρώπινης φύσης. Στην δεύτερη, γεννιέται η παντελής απόρριψη αυτής της προοπτικής υπό την λογική, πως δεν μπορεί ποτέ και για κανέναν λόγο, να αντληθεί σύνθεση από πηγές αντίθεσης.
Αξιολογώντας αυτές τις δυναμικές, που είναι πραγματικότητα στον όλο υπαρξιακό ανθρώπινο προβληματισμό, επικρατέστερη είναι η θεωρία της αντίθεσης. Ίσως, γιατί είναι πιο σμιλεμένη από το ανθρώπινο πνεύμα. Ενδεχομένως, διότι οι αντιθέσεις είναι προσφιλέστερες και ευκολότερες στην ζωή του ανθρώπου. Πιθανώς, διότι απεικονίζουν με ξεκάθαρη εικόνα την ανθρώπινη οντότητα. Η δεύτερη θεωρία, είναι σχετικά παρθενική σε σύγκριση και σε αναφορά προς την αντίζηλό της. Ίσως, γιατί η σύνθεση απαιτεί ως δεδομένο την υπαρξιακή καταλαγή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενδεχομένως, γιατί παρουσιάζει μεγαλύτερες απαιτήσεις στα δεδομένα και στα ζητούμενα που θέτει. Πιθανώς, γιατί δεν παράγει ποτέ εικόνα και παράσταση της ανθρώπινης οντότητας, μέχρι την πλήρη και ακριβή στιγμή της απόλυτης ολοκλήρωσής της.
Η σύνθεση της καταλαγής, εκμηδενίζει παντελώς κάθε εσωτερική σύγκρουση. Ο άνθρωπος της καταλαγής, δεν είναι απλώς φιλικός και ειρηνευμένος με την ύπαρξη και το περιβάλλον του. Ο άνθρωπος της καταλαγής, έχει προσδιορίσει το Εγώ του, έχει συνειδητοποιήσει την διάσταση του Είναι του, έχει αυτοπροσδιορίσει την Ύπαρξη του, έχει γνωρίσει την Φύση του. Αυτός ο άνθρωπος, έχει πονέσει σε έναν μακρύ αγώνα πνεύματος συνειδητά και ασυνείδητα. Έχει ματώσει στην σφαγερή ματιά των συνανθρώπων. Έχει πληγές από τα ανελέητα ραπίσματα του κόσμου. Ωστόσο γνωρίζει…. Ο Γνώστης δεν φοβάται την πορεία. Και δεν φοβάται, γιατί είναι πλέον ο Άνθρωπος, που έχει χαλιναγωγήσει το Άγνωστο.
Margate, 31/01/2011
Β.Α. Γκρίλλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου