Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Θάνατος

Με απόλυτη βεβαιότητα, το ουσιαστικότερο, το βαθύτερο και επί αιώνες ανερμήνευτο ερώτημα του ανθρώπου, είναι το σχετιζόμενο με το θάνατο. Σε όλη την πορεία της ζωής ο θάνατος αποδεικνύεται, ως το δεδομένο που λειτουργεί συνθετικά και αντιθετικά, κατορθώνοντας την γέννηση ισχυρών προβληματισμών στην ανθρώπινη φύση. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, παρατηρείται το πρώτο παράδοξο του θανάτου. Ενώ δηλαδή, ο θάνατος αποτελεί την λήξη του γεγενημένου,ο ίδιος κατορθώνει και να γεννά. Εφόσον υπάρχει αυτή η αφετηριακή βάση στον ανθρώπινο συλλογισμό,  κρίνεται ερώτημα ουσίας, το αν ο θάνατος μπορεί να λειτουργεί στην ύπαρξη παραγωγικά, γεννώντας στην ιδία την σύστασή του. Ο ορθότερος ίσως, τρόπος προσέγγισης του θανάτου, απαιτεί την απαλλαγή της παρουσίας του από την ανθρώπινη ύπαρξη -τουλάχιστον αρχικά- και την αναγωγή του στο πεδίο της ανθρώπινης φύσης. Τούτο, διότι ο θάνατος δεν αποτελεί δεδομένο της αποκλειστικότητας του ανθρώπου. Μια τέτοια θεώρηση, θα παρέδιδε πλασματική εικόνα συμπερασμάτων. Αντίθετα, η αναγωγή στο πεδίο της ανθρώπινης φύσης, αποκαθιστά την αξιοπρέπεια, ενός πραγματικά υγιούς στοχασμού, καθόσον παρουσιάζει το θάνατο, ως δεδομένο που αφορά οτιδήποτε σχετίζετε προς το περικλείον  και περικλειόμενο του ανθρώπου περιβάλλοντος. Ο θάνατος, ως υπαρκτικό στοιχείο, δεν σχετίζεται μόνο με την ανθρώπινη ύπαρξη και σαφώς δεν αφορά μόνο την ανθρώπινη οντότητα. Όλο το φάσμα της φύσης του ανθρώπου, βιώνει εν καιρώ το θάνατο του. Σε αυτή την λογική εκμηδενίζεται το εγωιστικό κέντρο του στοχασμού.

Κάθε φιλοσοφική, θρησκευτική, ανθρωπολογική η άλλη θεώρηση, ουσιαστικά θέτει ως στόχο την υπέρβαση του θανάτου. Ο ανθρώπινος τρόπος σκέψης, επιχειρεί να δώσει κάθε δυνατή προέκταση, για να ξεπεράσει το κέντρο ή το κεντρί του θανάτου. Χιλιάδες περιγραφές θα μπορούσαν να καταγραφούν και άπειρες θεωρίες έχουν την δυνατότητα να παρουσιαστούν. Ωστόσο, το γεγονός –ή γιατί όχι, το συμβάν- του θανάτου παραμένει απροσδιόριστο. Σε αυτή την προοπτική μεταξύ γεγονότος και συμβάντος ενδέχεται να ξεσπάσει πόλεμος θεωριών. Στην γενική αντίληψη ο θάνατος είναι γεγονός. Σε ελάχιστα «σαλεμένα μυαλά» , ο θάνατος είναι συμβάν. Η διαφορά γεγονότος και συμβάντος είναι καθοριστική. Στο γεγονός, λανθάνει πάντα η επικινδυνότητα της στατικότητας. Στο συμβάν, εμπεριέχεται η δύναμη της ενεργητικής διάθεσης. Όσες θεωρίες καθιστούν το θάνατο ως συμβάν, έχουν και προτάσεις υπέρβασης. Αντίθετα, όσες θεωρούν γεγονός τον θάνατο, αδυνατούν να απαλλάξουν την ανθρώπινη φύση απ’ αυτό, που τόσο ισχυρά επιχειρούν να μελετήσουν. Το γεγονός έχει βιωθεί και δεν ανατρέπεται. Το συμβάν βιώνεται και άρα μπορεί ο άνθρωπος να καθορίσει την εξέλιξη του. Είναι παράδοξη η θέση -σίγουρα είναι «παράδοξη» η θέση- πώς ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα του καθορισμού της εξέλιξης του, εντός του θανάτου. Ωστόσο, όταν στον θάνατο μιλούμε για εξέλιξη, ουσιαστικά νοηματοδοτούμε την λογική, την ορθή και την ουσιώδη του διαχείριση. Τίποτε παραπάνω, από την ορθή βιωματική σχέση με αυτόν, υπό την λογική ότι ο άνθρωπος , ό,τι βιώνει αυτό και δύναται να το υπερβεί.

Ο θάνατος τρομάζει τη ζωή, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση να τον αντιμετωπίσει, είτε κατ’ αντίθεσιν της ζωής, είτε ως λήξη της ζωής, είτε ως σύνθεση της ζωής. Ο άνθρωπος ο ζωντανός, έχει δίκαιο να φοβάται την διακοπή της ζωντάνιας του. Αντίθετα ο άνθρωπος της ύπαρξης δεν φοβάται το συμβάν του θανάτου, γνωρίζοντας πως και αν ακόμα ο θάνατος σταματά την ζωή αδυνατεί να πάψει την Ύπαρξη. Ο Θάνατος είναι αν-Ύπαρκτος. Στερείται δηλαδή οντολογικής παρουσίας, διότι δεν έχει μέσα του ίχνος ψήγματος Ζωής. Αυτό είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ή ορθότερα ο άνθρωπος που έχει καταστεί Ύπαρξη, γνωρίζει και βιώνει την αλήθεια πως ο Βίος δεν σχετίζεται με την ζωή! Άλλο πράγμα το «βιώνω» και άλλο το «ζω»! Όταν ζεις ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν βιώνεις, τότε στην ύπαρξή σου εμπεριέχεται και ο θάνατος. Γεννιέσαι μαζί με το θάνατο. Πορεύεσαι μαζί με τον θάνατο. Όταν ζεις ο θάνατος στέκεται πάντα απέναντι. Είναι η αντίθεση της γέννησης σου. Γεννιέσαι και είναι αντίκρυ σου. Γεννιέσαι αντικρίζοντας την αντίθεση, σε ένα κόσμο που σου ζητά διαρκώς να συνθέσεις. Βιώνω τον θάνατο μου, σημαίνει πως ζω το δράμα του κοντυλοφόρου που γράφει αυτές τις γραμμές χάνοντας την μελάνη του από την γραφίδα. Παράλληλα θαυμάζω, βιώνοντας το, πώς ο θάνατος του κονδυλοφόρου γεννά καρπερή σκέψη, δίνοντας τη ζωή στο νεκρό κομμάτι χαρτιού που ζωοποιείται από το θάνατο της μελάνης. Αυτό σημαίνει βιώνω με τον θάνατο. Αντίθετα ζω το θάνατο μου σημαίνει, πως τα αδίστακτα λόγια του χαρτιού, δεν μπορούν να σαλέψουν το κέντρο του μυαλού μου αφήνοντας την μελάνη μόνιμα νεκρή πάνω στην λευκή σελίδα.

Το ουσιαστικότερο λάθος που εντοπίζει η ανθρώπινη σκέψη, σε όλες τις προσπάθειες ερμηνείας του θανάτου, είναι ο συσχετισμός του και η εξάρτηση του από το χρόνο. Ο θάνατος σαφώς συμβαίνει εν χρόνω στην ζωή του ανθρώπου. Ωστόσο, το δεδομένο ότι επέρχεται σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, δεν δεσμεύει επ’ ουδενί το θάνατο στην χρονικότητα. Ο χρόνος αφορά τον άνθρωπο και όχι το θάνατο. Με δεδομένο αυτό, είναι παραλογισμός ο προσδιορισμός του μικρού ή μεγάλου, του νέου ή γέρου, του ακμαίου ή ασθενή ενώπιον του θανάτου. Ο θάνατος χρονικά είναι ανύπαρκτος, διότι αν προσδοθεί σε αυτόν χρονική υπαρξιακή διάσταση, τότε παραμένει ανερμήνευτη η γέννηση της ζωής. Επιπρόσθετα θα μπορούσε ο άνθρωπος να προσδιορίσει την χρονική συνάντηση του με τον θάνατο, κάτι που δεν το καταφέρνουν μήτε οι αυτόχειρες. Η ζωή γεννάται εν χρόνω και κλείνει εν χρόνω. Ο θάνατος δεν κρατά ημερολόγιο, γι’ αυτό και δεν μπορεί να προσδιορίσει ούτε την ζωή στην αφετηρία της, ούτε και την λήξη της στο σύνολο της. Τούτος είναι και ο λόγος που ο καθένας πεθαίνει μόνος, ταλαιπωρώντας το θάνατο, ο οποίος δεν μπορεί να μας κερδίσει όλους στην αυτή στιγμή. Αυτό κατ’ ουσίαν σημαίνει πως ο θάνατος σε αυτόν που βιώνει ως Ύπαρξη, αποτελεί απλά μια διαχειρίσιμη στιγμή, και όχι τροχοπέδη που εξαρτά την ύπαρξη από τον όποιας λογής τάφο.

Η ζωή θέλει πάντα το χώρο της, τη Γή, τον Ήλιο, το Νερό, τα στοιχεία του κόσμου. Κατ΄ αντίθεσιν ο θάνατος δεν θέλει τίποτα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς ο θάνατος δεν έχει απαιτήσεις; Δεν έχει απαιτήσεις,  διότι είναι ανυπαρξία κατάστασης ζωής ή δεν θέλει τίποτα διότι τα έχει όλα συνυφασμένα εντός της ζωής που κινείται; Στο ερώτημα αυτό δεν στάθηκε ποτέ κανένας. Ενδεχομένως αν κάποιοι στέκονται σε αυτό το συλλογισμό να σιωπούν, από διακριτικότητα, για να μην αναγκάσουν τους συνανθρώπους τους, να τους οδηγήσουν σε ψυχιατρική μονάδα κλειστού τύπου, ως αποτελούντες την ουσιωδέστερη αντίθεση της κατά κόσμον κρατούσας λογικής. Τώρα, πόση λογική μπορεί να έχει η ακροβασία στην ζωή και στο θάνατο ή στην σύνθεση βιώματος και ύπαρξης, είναι μεγάλο θέμα που δεν δύναται να αναλυθεί σε ελάχιστες γραμμές. Σε κάθε περίπτωση τίθεται ως πρόχειρο και ανεπιχειρηματολόγητο συμπέρασμα η άποψη, ότι ο θάνατος δεν θέλει τίποτε, γιατί έχει ένα στοιχείο που δεν υπάρχει στην ζωή. Ο θάνατος είναι αυτάρκης!

Αποτελεί την μοναδική βεβαιότητα, είναι το μόνο αναντικατάστατο και το απολύτως προσωπικό στοιχείο στον άνθρωπο ο θάνατος του! Καμία άλλη προοπτική στην ζωή μας δεν έχει στον απόλυτο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά εκτός από την προοπτική του θανάτου. Η μοναδική βεβαιότητα, συνίσταται στην σιγουριά της ύπαρξης ή έστω πιο ανάλαφρα της ζωής, πώς θα πρέπει κάποια στιγμή να αγκαλιάσει το θάνατο. Η αναντικατάστατη παρουσία αυτού του δεδομένου, δεν επιτρέπει καμία εκπροσώπηση του τύπου: «Δεν μπορώ να παραβρεθώ, σε παρακαλώ βίωσε αντί για μένα το θάνατο μου.» Αυτό ακριβώς, καθορίζει την απολυτότητα του προσωπικού χαρακτήρα του θανάτου. Θανατούμαι ή θανατώνομαι Εγώ προσωπικώς για τον εαυτό μου! Αυτή είναι η ορθή σχέση του Εγώ με τον θάνατο. Με αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία είναι αδιανόητο στον ανθρώπινο στοχασμό να συλλάβει το Θάνατο, ως κάτι το απρόσωπο. Το ερώτημα που τίθεται, είναι για το αν έχει ο θάνατος πρόσωπο και αν έχει πρόσωπο τότε έχει και ύπαρξη, και αν έχει ύπαρξη τότε έχει και οντότητα κ.τ.λ.. Μια απλή άποψη, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως πολλά στοιχεία στην ζωή του ανθρώπου δεν έχουν μήτε πρόσωπο, μήτε ύπαρξη μήτε οντότητα, και όμως στην αντίληψη και μόνο του ανθρώπου είναι σαν να έχουν. Για παράδειγμα η Ελευθερία, αποτελεί βιωματική κατάσταση, δεν έχει πρόσωπο, οντότητα και ύπαρξη, αλλά άπαντες την αποδέχονται μετά χαράς, έτσι ασχημάτιστη, βιώνοντας την ενέργεια των συνεπειών που προσφέρει. Μάλιστα στην αντίληψη  καθίσταται προσωποποιημένη ισχυρά, αν και δεν πληρεί καμία υπαρξιακή προϋπόθεση. Εν προκειμένω, αυτό που επιχειρείται να προβληθεί, είναι ότι πολλά στοιχεία που αφορούν την ανθρώπινη φύση ή ύπαρξη δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζονται με ταυτότητα. Γιατί άραγε ο Θάνατος θανατώνεται τόσο άκαρδα από τον άνθρωπο,  μόνο και μόνο γιατί στερείται υπαρκτικών γνωρισμάτων; Ίσως εδώ ο άνθρωπος είναι πιο θανατηφόρος από τον ίδιο τον Θάνατο!

Η μοναδική θεώρηση μου μάχεται σθεναρά το θάνατο, όσο καμία άλλη, είναι η Ορθόδοξη. Αν απαλλάξουμε το στοχασμό μας, από τα όρια της όποιας θρησκευτικότητας, θα δούμε πώς η προοπτική της όποιας Ανάστασης ή ανάστασης, στοχεύει στην κατάλυση του θανάτου. Και όμως, αυτό που δίνει το γοητευτικότερο προβάδισμα στην ορθόδοξη θεώρηση, σε σχέση προς κάθε άλλη, είναι πως αντιμάχεται το συμβάν του θανάτου, με μία μοναδική αξιοπρέπεια, που επιτρέπει ακόμα και το θάνατο του Θεού της. Μια μοναδική αξιοπρέπεια που προκαλεί απόλυτη αποδοχή του θανάτου, προτείνοντας μια υπέρβαση εκλογικευμένη και πρακτικά αντιμετωπίσιμη. Η φιλοσοφική διάσταση αυτού του τολμήματος –απαλλαγμένη από κάθε θρησκευτική ή θεολογική προοπτική- παραδίδει την αξιοπρεπέστερη βίωση του θανάτου. Αυτή ακριβώς η θεώρηση, αποδίδει το συσχετισμό θανάτου και βιώματος, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζει τον βιωματικό χαρακτήρα της πρακτικής του φαινομένου του θανάτου. Πρέπει να γίνει σαφές, ότι η αναφορά σε ένα θρησκευτικό τρόπο στοχασμού, δεν αποσκοπεί στην κατάδειξη μιάς αλάνθαστης θεολογικής ή θρησκευτικής λογικής. Το επιδιωκόμενο στην περίπτωση αυτή, είναι η αλήθεια της φιλοσοφικής θεώρησης του θανάτου, η οποία συνθετικά έχει το δικαίωμα να προσεγγίζει με απόλυτη ελευθερία κάθε χώρο στην προσπάθεια, είτε σύνθεσης, είτε ανάλυσης, της διαρκώς επιχειρούμενης σοφίας.

Ο θάνατος φοβίζει κατά κοινή συνισταμένη τον άνθρωπο. Λάθος! Ο άνθρωπος, που ξέρει να διαπραγματεύεται μια ολόκληρη ζωή, βιώνοντας την ύπαρξη του, δεν μπορεί να φοβάται. Για την ακρίβεια, αδυνατεί να φοβάται. Δεν θα ήταν άσκοπη η τοποθέτηση, ότι ο άνθρωπος φοβάται, όχι εξαιτίας του προσωπικού του θανάτου που επέρχεται, αλλά διότι αδυνατεί να διαχειριστεί το θάνατο των άλλων που βιώνει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φοβάται κάτι για το οποίο ο ίδιος δεν έχει εμπειρία και γνώση. Αυτό λοιπόν που τρέμει είναι η εμπειρία του άλλου που ζεί στο θάνατο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, είναι πλασματικός ένας χαρακτηριζόμενος προσωπικός φόβος θανάτου. Ο τρόμος του θανάτου, είναι εμπειρία που μας την μεταγγίζει ο άνθρωπος που πεθαίνει και όχι ο ζωντανός. Ο πόνος ενός αποχωρισμού, η έκπληξη μιάς τελεσίδικης απομάκρυνσης, η προοπτική μιάς μη προοπτικής, μας εκθέτει τόσο την συμπεριφορά όσο και την λειτουργία. Αποτέλεσμα είναι να μην μπορούμε να αποδεχθούμε, ότι στερούμαστε πρόσωπα, λόγια, συναισθήματα, κοινές εμπειρίες. Ενδόμυχα λανθάνει έντονος εκνευρισμός, διότι αυτός που μετέχει του θανάτου, βιώνει μια εμπειρία από την οποία μας εξαιρεί, στην οποία μας «απαγορεύει» να μετέχουμε! Και αυτό ο εγωισμός μας δεν το αντέχει. Στο θάνατο, πολλές φορές, οι αντιδράσεις αποδεικνύουν, ότι ο πόνος είναι περισσότερο προϊόν της προδοσίας του δικού μας εγωιστικού «θέλω», παρά αυτού καθ’ αυτού του δεδομένου, πως κάποια ύπαρξη διαφοροποιείται στον άξονα της πορείας του βίου της. Αντιδρούμε γιατί χάσαμε, γιατί στερούμαστε, γιατί αδυνατούμε, γιατί κάτι μας λείπει. Ποτέ όμως δεν μας προκάλεσε πόνο ή ανησυχία, η αβεβαιότητα που βιώνει αυτός που επιλέγεται ή επιλέγει το θάνατο.

Ο θάνατός, ή επειδή βαίνουμε σε συμπέρασμα, ο Θάνατος, δεν είναι το τραγικότερο πράγμα στην ζωή του ανθρώπου. Τραγικοί είναι οι μικροί θάνατοι που σπάνια αντιλαμβανόμαστε. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει. Ο άνθρωπος πορεύεται στην διαφοροποίηση του, και πορεύεται με την σταθερότητα της ολοκλήρωσης, η οποία εμπεριέχει και την εμπειρία του θανάτου. Ευτυχείς και πλήρεις, όσοι κατορθώνουν να ολοκληρώσουν την Ύπαρξή τους στο βαθμό που θα τους επιτρέψει, να απολαύσουν την βιωματική εμπειρία του θανάτου, μεταβαίνοντας στο Επέκεινα, με την ασφάλεια, ότι έζησαν κάθε στιγμή Ζωής, ζωοποιώντας ακόμα και την παγωμένη ανάσα της Μετάβασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου